- ἀδελφικῇ
- ἀδελφικόςbrotherlyfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αδελφική Διδασκαλία — Φυλλάδιο του Αδ. Κοραή, που κυκλοφόρησε ανώνυμα στο Παρίσι (1798). Ο πλήρης τίτλος του είναι Αδελφική Διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς, εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνυμίας εν ονόματι του… … Dictionary of Greek
ἀδελφική — ἀδελφικός brotherly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφικῆι — ἀδελφικῇ , ἀδελφικός brotherly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray … Wikipédia en Français
αδελφικότητα — και αδερφικότητα, η [αδελφικός] 1. η αδελφική σχέση, η συγγένεια αδελφών 2. αδελφική, ειλικρινής αγάπη ή φιλία … Dictionary of Greek
αδελφικός — αδελφικός, ή, ό και αδερφικός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αδερφούς: Η αδελφική περιουσία ήταν τώρα αρκετά σημαντική. 2. αυτός που μοιάζει, πλησιάζει ό,τι αναφέρεται σε αδερφούς: Αισθανόταν γι αυτόν μια αγάπη αδελφική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
братьскыи — (18) пр. к братъ, брати˫а во 2 знач.: на(с) всѣхъ въ едино братьское съчтание съвъкɤпить и сбере(т). i свѩжеть съѡузомь любве. КР 1284, 12б; множицѣю брати˫а ѥго еп(с)пи и слоужебници братьскыи помѩноуша ѥмоу... въ свою ѥп(с)пию възратитисѩ. Там… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αδελφίζω — ἀδελφίζω (Α) [ἀδελφός] 1. κάνω ή καλώ κάποιον αδελφό μου 2. συνδέομαι με αδελφική φιλία 3. παθ. μοιάζω πολύ με κάτι ή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός. ΠΑΡ αρχ. ἀδέλφιξις νεοελλ. αδελφισμός] … Dictionary of Greek
αδελφοζωία — ἀδελφοζωία, η (Α) αδελφική διαβίωση, το να ζει κανείς αδελφικά, ειρηνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ζωή] … Dictionary of Greek
αδελφοποιία — η (Μ ἀδελφοποιία) [ἀδελφοποιῶ] σύσταση αδελφικού δεσμού ανάμεσα σε μη συγγενείς με θρησκευτική τελετή ή άλλη διαδικασία με σκοπό την ισόβια αδελφική αγάπη και αλληλοβοήθεια … Dictionary of Greek